ζεύλα

ζεύλα
η
1. βλ. ζεύγλα
2. τμήμα τού αργαλειού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύγλα*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ζεύλα — ζεύλα, η και ζεύγλα, η 1. ζυγός. 2. το μέρος του ζυγού κάτω από το οποίο μπαίνει ο τράχηλος του ζώου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ζεύγλη — και ζεύγλα και ζεύλα, η (AM ζεύγλη, Α ποιητ. τ. ζεῡγλα) (για υποζύγια) καμπύλο μέρος τού ζυγού στο οποίο μπαίνει ο τράχηλος τού ζώου («χαίτη ζεύγλης ἐξεριποῡσα παρὰ ζυγόν», Ομ. Ιλ.) νεοελλ. 1. καθεμιά από τις σιδερένιες ράβδους που τοποθετούνται… …   Dictionary of Greek

  • ζέβλα — η βλ. ζεύλα …   Dictionary of Greek

  • ζευλόρραμμα — το το λουρί τής ζεύγλας, το ζευγόλουρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύλα* + ράμμα (< ράβω)] …   Dictionary of Greek

  • ζευλόσκοινο — το το σχοινί τής ζεύγλας, ο ζευκτήρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ζεύλα* + σκοινί] …   Dictionary of Greek

  • ζεύγλα — η βλ. ζεύλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”